- Μάγδωλος
- Μάγδωλοςwatch-towermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάγδωλος — και μαγδώλ, ῶλος, ὁ (Α) πύργος, μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, οικοδόμημα που χρησίμευε ως φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο. Ο τ. συνδέεται με εβρ. migdal «πύργος» και με αιγυπτιακό τοπωνύμιο Μαγδωλός και Μαγδώλα] … Dictionary of Greek
μάγδωλος — watch tower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγδώλου — Μάγδωλος watch tower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγδώλου — μάγδωλος watch tower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγδώλῳ — Μάγδωλος watch tower masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγδώλῳ — μάγδωλος watch tower masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάγδωλον — Μάγδωλος watch tower masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγδωλον — μάγδωλος watch tower masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek